-
1 kıyamet
Δευτέρα Παρουσία, Ημέρα της Κρίσιεως -
2 pazartesi
Δευτέρα -
3 понедельник
понедельник м η Δευτέρα *в \понедельник τη Δευτέρα· каждый \понедельник κάθε Δευτέρα· по \понедельникам τις Δευτέρες* * *мη Δευτέραв понеде́льник — τη Δευτέρα
ка́ждый понеде́льник — κάθε Δευτέρα
по понеде́льникам — τις Δευτέρες
-
4 понедельник
-а α.Δευτέρα•по -ам κάθε Δευτέρα•
чистый понедельник η Καθαρή Δευτέρα•
страстный понедельник (εκκλσ.) η Μεγάλη Δευτέρα (των παθών).
-
5 понедельник
понедельникм ἡ Δευτέρα:по \понедельникам κάθε Δευτέρα -
6 дейдвуд
(киль) η δευτέρα τρόπιδα των ξύλινων σκαφών, το ακράπι- ное устройство η χοάνη του ελικοφόρου άξονα μαζί με στυ-πειοθλύπτες, δακτύλια στήριξης και συστήματα στεγανοποίησης του άξοναРусско-греческий словарь научных и технических терминов > дейдвуд
-
7 степень
1. (в значениях· размах, масштаб, уровень, ступень, категория) о βαθμός- окисления - οξείδωσης, ο αριθμός οξείδωσης2. (произ-ведение нескольких равных сомножителей) η δύναμη 3. (учёное звание) о (επιστημονικός) τίτλος, ο βαθμός 4. грам. о βαθμ/όςРусско-греческий словарь научных и технических терминов > степень
-
8 натура
нату́р||аж1. ἡ φύση [-ις], ὁ χαράκτηρας:он по \натурае очень добрый εἶναι ἐκ φύσεως πολύ καλός ἀνθρωπος· э́то стало У него́ второй \натураой τοῦ ἔγινε δευτέρα φύσις· пылкая \натура ὁ φλογερός χαρακτήρας·2. иск. ἡ φύση [-ις]:писать (рисовать) с \натураы ζωγραφίζω ἐκ τοῦ φυσικοῦ· ◊ платить \натураой πληρώνω σέ είδος, -
9 секунда
секу́нд||аж1. τό δευτερόλεπτο[ν]·2. муз. ἡ δευτέρα· ◊ сию \секундау τώρα ἀμέσως. -
10 Monday
(the second day of the week, the day following Sunday.) Δευτέρα -
11 страшный
επ., βρ: -шен, -шна, -шно.1. φοβερός, τρομερός• τρομακτικός•страшный сон τρομακτικό όνειρο•
страшный взгляд φοβερή ματιά.
|| επικίνδυνος•страшный путь φοβερός δρόμος•
страшный час φοβερή ώρα (στιγμή).
2. δυνατός, ισχυρός•-ая боль φοβερός πόνος•
страшный холод φοβερό κρύο•
-ая скука φοβερή πήξη.
εκφρ.страшный суд – δευτέρα παρουσία. -
12 чистый
επ., βρ: чист, чиста, чисто; чище.1. καθαρός, παστρικός (αλέρωτος)•-ое помещение καθαρός χώρος•
чистый воздух καθαρός αέρας•
-ая рубашка καθαρό πουκάμισο•
-ые руки καθαρά χέρια.
2. γιορτινός, επίσημος.3. που δε λερώνει•-ая работа καθαρή δουλειά.
4. παλ. της ανώτερης κοινωνίας, σοϊλής, σοϊλίδικος.5. καλοφτιαγμένος, επιμελημένος•-ая работа επιμελημένη εργασία.
|| τελειωμένος ολοκληρωτικά.• -ая гайка ολοκληρωμένο περικόχλιο. || καθαρογραμμένος.6. ελεύθερος, απαλλαγμένος απο. || ασύννεφος, ασυνέφιαστος•чистый горизонт καθαρός ορίζοντας.
7. αμιγής, γνήσιος•-ое золото καθαρό χρυσάφι•
чистый спирт καθαρό οινόπνευμα•
-ая шерсть καθαρό μαλλί, ολομάλλινος.
|| διαφανής• διαυγής•-ая вода καθαρό (λαγαρό) νερό.
|| (για ζώα) καθαρόαιμος•-ая порода καθαρή ράτσα•
8. σαφής, ευκρινής, ευδιάκριτος•чистый голос καθαρή φωνή.
|| ευκατάληπτος, εύληπτος•-ое произношение καθαρή προφορά.
9. μτφ. αγνός, τίμιος, άσπιλος•-ая душа καθαρή ψυχή•
-ая любовь αγνή αγάπη.
|| παρθενικός, αθώος•-ая девочка αγνό κορίτσι.
10. θεμιτός, έντιμος•чистыйые средства θεμιτά μέσα•-ым путм με την έντιμη οδό.
|| νέτος• καθαρός•чистый вес καθαρό βάρος•
-ая прибыль καθαρό κέρδος•
чистый доход καθαρό έσοδο.
|| ανυπόχρεος, μη χρεωμένος•чистыйое имение αχρέωτο κτήμα. || στερημένος παντελώς(περ ιουσίας)•теперь он чист τώρα πιαδεν έχει καθόλου περιουσία.
11. πλήρης, παντελής•чистый вздор καθαρή ανοησία.
12. πραγματικός, αληθινός, σωστός. || ίδιος, πανομοιότυπος•его лошади были белые как снег, -ые лебеди τα άλογα του ήταν άσπρα σαν το χιόνι, ίδιοι κύκνοι.
13. αφηρεμένος, χωρίς πρακτική εφαρμογή•-ая наука καθαρή επιστήμη•
εκφρ.- ое искусство – καθαρή Τέχνη (χωρίς περιεχόμενο), η Τέχνη για την Τέχνη•- ая отставка – παλ. τελειωτική (οριστική) παραίτηση•чистый понедельник – η Καθαρή Δευτέρα•за -ые деньги ή за -ыми деньгами – σε μετρητά•на -ом воздухе – στον καθαρό αέρα.
См. также в других словарях:
δευτέρα — δευτέρᾱ , δεύτερος second fem nom/voc/acc dual δευτέρᾱ , δεύτερος second fem nom/voc sg (attic doric aeolic) … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
δευτέρᾳ — δευτέρᾱͅ , δεύτερος second fem dat sg (attic doric aeolic) … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
Δευτέρα Παρουσία — Χριστιανική αντίληψη που αναφέρεται στη μέλλουσα κρίση του κόσμου. Σύμφωνα με τη χριστιανική Εκκλησία, η Δ.Π. θα συντελεστεί σε άγνωστο χρόνο, όταν ο Ιησούς έλθει για δεύτερη φορά στη Γη, περιστοιχισμένος από αγγέλους, ως κριτής ζωντανών και… … Dictionary of Greek
δευτέρα — η βλ. δεύτερος … Dictionary of Greek
δεύτερα — επίρρ. βλ. δεύτερος … Dictionary of Greek
Δευτέρα — η η επόμενη μέρα της εβδομάδας μετά την Κυριακή: Δε συμπαθώ τα πρωινά της Δευτέρας … Νέο ερμηνευτικό λεξικό της νεοελληνικής γλώσσας (Новый толковании словарь современного греческого)
δεύτερα — δεύτερος second neut nom/voc/acc pl … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
δεύτερᾳ — δεύτεραι , δεύτερος second fem nom/voc pl … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
Ἔξις δευτέρα φύσις. — ἔξις δευτέρα φύσις. См. Привычка вторая натура … Большой толково-фразеологический словарь Михельсона (оригинальная орфография)
Ιουστινιανή Δευτέρα — Βυζαντινή ονομασία της βουλγαρικής πόλης Κιουστεντίλ. Iουστινιανή Πρώτη ονόμαζαν οι Βυζαντινοί τη λίμνη της Αχρίδας … Dictionary of Greek
Καθαρά Δευτέρα — Βλ. λ. Καρναβάλι … Dictionary of Greek